σκαληνοῦσθαι

σκαληνοῦσθαι
σκαληνόομαι
have the conception
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκαληνούμαι — όομαι, Α [σκαληνός] γίνομαι σκαληνός, καθίσταμαι ασύμμετρος («τὸ σκαληνοῡσθαι τὴν ὄψιν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”